- Θεοφράστου
- Θεόφραστοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοφράστου — θεόφραστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
Теофраст — (371 286 г. до Р. Хр.) знаменитый греческий ученый, называемый отцом ботаники, родом с острова Лесбоса из города Эреза, откуда и прозвание Theophrastos Eresios. Слушал сначала Левкиппа в родном городе, потом Платона, а после его смерти перешел к… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ХОРЫ — • Όροι, каменные доски в Афинах, которые ставились перед заложенными имениями в знак того, что эти имения заложены. Отметить имение такими досками, как залог долга, называлось α̉φορίζειν τò χωρίον, а само имение α̉φωρισμένον. На доске … Реальный словарь классических древностей
ПРАКСИФАН — ПРАКСИФАН (Πραξιφάνης) (сер. 4 в. 1 я треть 3 в. до н. э.), представитель Перипатетической школы, ученик Теофраста (Procl. In Tim. I, 14. 20 21: ἕταιρος Θεοφράστου). Родился в Митилене на о. Лесбос, жил и учил на Родосе (см.: Clem. Strom. I,… … Античная философия
αφία — ἀφία, η (Α) το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί… … Dictionary of Greek
ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… … Dictionary of Greek
θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη … Dictionary of Greek
λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek